- ανασπαστήρας
- ο [ανασπώ]εργαλείο που χρησιμοποιείται για το ξερίζωμα φυτών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανασπαστήριο — το (Α ἀνασπαστήριον) [ανασπώ] νεοελλ. ο ανασπαστήρας αρχ. μηχάνημα που χρησίμευε για την ανύψωση των σιδερένιων θυρών των φρουρίων … Dictionary of Greek
ανασπώ — ἀνασπῶ ( άω) (AM) έλκω προς τα πάνω, ανασύρω μσν. 1. διεκδικώ, ζητώ δικαστικώς να αποκτήσω κάτι 2. επιτυγχάνω κάτι δικαστικώς 3. μέσ. α) απομακρύνομαι β) προέρχομαι αρχ. 1. παίρνω με τη βία, αρπάζω 2. (για πλοία) σύρω στην ξηρά 3. τραβώ, ξεριζώνω … Dictionary of Greek
συσπανσουάρ — το, Ν άκλ. (ξεν. τ.) όργανο με το οποίο υποβαστάζεται κάτι και έλκεται προς τα πάνω, ανασπαστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. suspensoir < γαλλ. suspendre < λατ. suspendo «κρεμώ, αναρτώ»] … Dictionary of Greek